- δυναμέναι
- δυναμένᾱͅ , δύναμαιto be ablepres part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δυναμέναι — Δυναμένη fem nom/voc pl Δυναμένᾱͅ , Δυναμένη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμεναι — δύναμαι to be able pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek
ЕЗДРА — [евр. , греч. Εσδρας, Εζδρας] (V в. до Р. Х.), ветхозаветный свящ. из рода Аарона, пришедший из Вавилона в Иерусалим «в седьмой год царя Артаксеркса» (1 Езд 7. 7), один из создателей послепленной иудейской общины в Палестине. Сведения о нем… … Православная энциклопедия